παλαβώνω — παλαβώνω, παλάβωσα, παλαβωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παλαβώνω — [παλαβός] 1. κάνω κάποιον παλαβό, ξετρελαίνω 2. γίνομαι παλαβός 3. είμαι παράφορα ερωτευμένος … Dictionary of Greek
παλάβωμα — το [παλαβώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παλαβώνω … Dictionary of Greek
полоумный — Палаумный, полоумный. Для того чтобы наглядно представить трудности, связанные с ясным пониманием таких слов и выражений древнерусского текста, которые не могут быть непосредственно осмыслены в плане современного языкового сознания, приведем… … История слов
αλαλιάζω — 1. κάνω κάποιον άλαλο, ανόητο, τον αποβλακώνω 2. φέρνω κάποιον σε κατάσταση ζάλης, τόν κάνω ανίκανο να αντιλαμβάνεται αυτά που συμβαίνουν γύρω του 3. φέρνω κάποιον σε σύγχυση και αμηχανία, ζαλίζω, σκοτίζω 4. ζαλίζομαι, σκοτίζομαι, περιέρχομαι σε… … Dictionary of Greek
κουρλαίνω — 1. κάνω κάποιον τρελό, παράφρονα, τρελαίνω, παλαβώνω 2. βασανίζω κάποιον … Dictionary of Greek
παλαβομάρα — και δ. γρφ. παλαβωμάρα, η 1. διανοητική ανισορροπία, παραφροσύνη, τρέλα 2. συμπεριφορά, λόγος ή πράξη, τού παλαβού, ανθρώπου διανοητικά αρρώστου, ανοησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαβός / παλαβώνω + κατάλ. μάρα (πρβλ. χαζο μάρα)] … Dictionary of Greek
μουρλαίνω — μούρλανα, μουρλάθηκα 1. κάνω κάποιον μουρλό, τρελαίνω, παλαβώνω: Μουρλάθηκε από χαρά. 2. μτφ., θυμώνω, εκνευρίζω, ζαλίζω: Με μούρλαναν οι μαθητές μου και τους έβαλα τις φωνές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)